- διαλαμβάνω
- (AM διαλαμβάνω)1. περιλαμβάνω σε κείμενο, αναφέρω, πραγματεύομαι2. ορίζω, καθορίζω, εντέλλομαιαρχ.1. παίρνω κατά σειρά το μερίδιο μου2. (για τόπο) περνώ διαδοχικά, διέρχομαι κατά σειρά3. κρατώ κατά μέρος, συλλαμβάνω4. (για πάλη) πιάνω από τη μέση5. (για χρόνο) διακόπτω, κάνω παύση6. διαχωρίζω7. διαιρώ, κατανέμω8. διαποικίλλω, στολίζω9. διακρίνω με τον νου μου, αναλογίζομαι10σκέπτομαι, συμπεραίνω11. προσδιορίζω, καθορίζω12. συγκεφαλαιώνω13. παθ. μτφ. διαλαμβάνομαι(για την ψυχή) περιορίζομαι.
Dictionary of Greek. 2013.